- περιπαίζω
- περιέπαιξα, περιπαίχτηκα, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω κάποιον: Σε περιπαίζουν και γι' αυτό δε θέλεις να σε πλύνουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιπαίζω — περιπαίζω, περιέπαιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιπαίζω — ΝΜ περιγελώ, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
προεπεγγελώ — άω, Μ περιπαίζω προηγουμένως κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπεγγελῶ «κοροϊδεύω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek
προσεπισκώπτω — Α περιπαίζω επί πλέον, προσθέτω και άλλες κοροϊδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισκώπτω «περιπαίζω, περιγελώ»] … Dictionary of Greek
αναγελώ — ( άω) (Α ἀναγελῶ) νεοελλ. 1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ 2. έχω χαρούμενη έκφραση αρχ. γελώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γελῶ] … Dictionary of Greek
αναμωκώμαι — ἀναμωκῶμαι ( άομαι) (Μ) χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + μωκῶμαι «μορφάζω, χλευάζω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek
αντικαταμειδιώ — ἀντικαταμειδιῶ ( άω) (Α) περιγελώ, περιπαίζω … Dictionary of Greek
αντικωμωδώ — ἀντικωμῳδῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω διακωμώδηση, περιπαίζω με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
αντισκώπτω — ἀντισκώπτω (Α) σκώπτω, περιπαίζω κάποιον που με σκώπτει … Dictionary of Greek
διαγελώ — (AM διαγελῶ, άω) 1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω 2. υπομειδιώ, χαμογελώ (αρχ. μσν) (για την ημέρα) γλυκοχαράζει αρχ. 1. (για καιρό) είμαι αίθριος 2. (για θάλασσα) είμαι γαλήνιος … Dictionary of Greek